γλισχρόχολος

γλισχρόχολος
γλισχρόχολος, -ον (Α)
κολλώδης από εκκρίσεις χολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλίσχρος + -χόλος < χόλος «χολή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γλισχρόχολος — viscous from bile masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλισχρόχολα — γλισχρόχολος viscous from bile neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”